- σιωπώ
- σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, -άω, ΜΑ(αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνωνεοελλ.δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε»)αρχ.1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ3. (μτβ.) φυλάγω κάτι μυστικό, τό αποσιωπώ («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», Ευρ.)4. μέσ. σιωπῶμαι, -άομαιεπιβάλλω σιωπή σε κάποιον, τόν κάνω να σιωπήσει («ὁ κήρυξ... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», Πολ.)5. φρ. «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — κατά εικασία, κατά υποκειμενική αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. σιωπή, σιωπῶ προέρχονται από ονοματοποιία και είναι πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την οικογένεια τών σῖγα, σιγή, σιγῶ (βλ. λ. σῖγα), και, κατά μία άποψη, όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών σιγή, σιγῶ με το λατ. sopio «κοιμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.